- επιφυλάσσω
- επιφύλαξα, επιφυλάχτηκα, μτβ.1. κρατώ κάτι φυλαγμένο περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να ενεργήσω, το προετοιμάζω: Σου επιφυλάσσουν έκπληξη.2. το μέσ., επιφυλάσσομαι έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή, έχω πρόθεση να πράξω κάτι όταν πρέπει: Επιφυλάσσομαι να απαντήσω.3. (νομ.), επιφυλάσσω στον εαυτό μου κάποιο δικαίωμα: Επιφυλάσσομαι να τον μηνύσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.